- ὁμίλημα
- ὁμί̱λημα , ὁμίλημαintercourseneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομίλημα — το (Α ὁμίλημα) [ομιλώ] νεοελλ. ομιλία, συνδιάλεξη, μίλημα, κουβέντα αρχ. 1. συναναστροφή, σχέση («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», Πλάτ.) 2. συντροφιά («γυνὴ ἀπὸ παρθένου μέχρι ἡλικίας μέσης... εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
ευάγκαλος — εὐάγκαλος, ον (ΑΜ) μσν. (για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτος («ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε… … Dictionary of Greek
μίλημα — το η ομιλία, η μιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμίλημα, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο (πρβλ. ὀμμάτιον > μάτι] … Dictionary of Greek
ԿԱՃԱՌ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 1038 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 10c, 12c գ. ὀμίλημα, ὀμιλία congresus officiosus, colloquium, concio, conversatio πανήγυρις conventus συνουσία coetus πλῆθος multitudo ἁγορά forum. գրի եւ ԿԱՅՃԱՌ. ուր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿԱՃԱՌՈՒՄՆ — (ռմունդժք.) NBH 1 1038 Chronological Sequence: Unknown date գ. ὀμιλία, ὀμίλημα vitae usus et consuetudo. Խօսակցութիւն. կենակցութիւն. *Զբարեկամացն իսկ եւ զընկերացն առ ʼի կենցաղիս կաճառմունս՝ հաշտեալս ստասցի: Զկաճառմունսն պատմեցաք. Պղատ. օրին. ՟Է:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ὁμιλήμασι — ὁμῑλήμασι , ὁμίλημα intercourse neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλήμασιν — ὁμῑλήμασιν , ὁμίλημα intercourse neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλήματα — ὁμῑλήματα , ὁμίλημα intercourse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμίλημ' — ὁμί̱λημα , ὁμίλημα intercourse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)